- πολεμικότητα
- [-ης (-ητος)] η1) воинственность; 2) полемичность, полемический пыл, задор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολεμικότητα — η, Ν [πολεμικός] η ικανότητα ή η διάθεση για πόλεμο … Dictionary of Greek